- ἐριώδων
- ἐριώδων, οντος, ὁ, ἡA
, (ὀδούς)
with large teeth,Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, (ὀδούς)
with large teeth,Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐριώδων — with large teeth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριωδῶν — ἐριώδης like wool masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek